- ἀναπήρῳ
- ἀνάπηροςmaimedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπηρώ — ( όω) (Α ἀναπηροῡμαι, όομαι) μέσ. 1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι 2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα (νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek
αναπήρωμα — το η αναπήρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpio] … Dictionary of Greek
αναπήρωση — η κολόβωση τού σώματος, σακάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpiαmento] … Dictionary of Greek